- μνέαι
- μνᾶminafem nom pl (ionic)μνᾶminafem nom/voc pl (ionic)μνέᾱͅ , μνᾶminafem dat sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διμναίος — διμναῑος, α, ον και δίμνεως, ων και δίμνως, ων (Α) αυτός που αξίζει δύο μνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μναίος < μνα (πρβλ. δεκαμναίος) Ο τ. δίμνεως είναι ιωνικός < δι * + ιων. πληθ. μνέαι] … Dictionary of Greek